- περίτριμμα,το
- -ατος, αυτό που βγαίνει από τρίψιμο κάποιου πράγματος, σκουπίδι, απομεινάρι, απόρριμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίτριμμα — anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek
περίτριμμ' — περίτριμμα , περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρίμματα — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρίμματι — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ομολοβρός — ὁμολοβρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρός, ἀναιδής, περίτριμμα» … Dictionary of Greek
πολύτριμμα — τὸ, Μ. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, περίτριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρίμμα (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
σίχαμα — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα 2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μα (πρβλ. ζέστα μα)] … Dictionary of Greek